Οι απαρχές της ευρωπαϊκής κρίσης στο μικροσκόπιο και ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας
Νίκος Κουλούσιος
Οι σχέσεις Γερμανίας και Γαλλίας δεν ήταν πάντα τόσο ανισοβαρείς ή ταραχώδεις. Αρκετές φορές στην πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία ο γαλλο-γερμανικός λεγόμενος άξονας προσπάθησε να αρθρώσει μια κοινή λαλιά, προς όφελος όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Μία από αυτές τις συγκυρίες ήταν όταν οι υπουργοί Οικονομικών Γαλλίας και Γερμανίας προσπάθησαν να χαράξουν μια κοινή αμυντική γραμμή απέναντι σε αυτό που έβλεπαν να έρχεται. Μια κοινή γραμμή αντιμετώπισης των διαρθρωτικών αδυναμιών της ΕΕ, που θα μπορούσαν να βλάψουν το ευρωπαϊκό εγχείρημα συνολικά. Τώρα που έχει φτάσει ο κόμπος στο χτένι, καθώς πλησιάζουμε στο σημείο-χωρίς-επιστροφή, ένα βήμα πριν το τέλος της ΕΕ που γνωρίσαμε και (κάποιοι από εμάς) αγαπήσαμε, στο τελευταιο σκαλί πριν το σημείο μηδέν για την κοινή ευρωπαϊκή πορεία, όπως την ξέραμε, ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε προς τα πίσω, να γυρίσουμε το χρόνο δυο δεκαετίες όπισθεν, και να εξετάσουμε κάποιες ξεχασμένες κάπως γαλλο-γερμανικές συμμαχίες και κοινές πρωτοβουλίες, να δούμε τι προέβλεπαν και τι πρότειναν, και να ερευνήσουμε το πώς και γιατί εμποδίστηκαν, παρακάμθηκαν και δαιμονοποιήθηκαν. Και από ποιους.
Κάποιος καθόταν στο τιμόνι αυτού του υπερεθνικού οχήματος, όταν αυτό έφτασε σε αδιέξοδο. Και ας μην ψάχνουμε να βρούμε το ποιος, στις απρόσωπες αγορές. Οι καπετάνιοι που έριξαν το καράβι της Ενωσης στα βράχια είναι συγκεκριμένοι άνθρωποι, με ονοματεπώνυμο και συγκεκριμένες πολιτικές.
Lafontaine & Strauss-Kahn, οι “κόκκινες Κασσάνδρες”
Την δεκαετία του 90, ο τότε υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Oskar Lafontaine και ο ομόλογος του Γάλλος υπουργός Οικονομικών Dominique Strauss-Kahn, διέγνωσαν ότι στο πλαίσιο της επερχόμενης νομισματικής ένωσης, υπήρχε απόλυτη ανάγκη για περισσότερο συντονισμό και μέσα στην Ευρωζώνη, και μεταξύ της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ ).
Οι δύο άνδρες επεδιώκαν την εναρμόνιση των φορολογικών συντελεστών, ειδικά για τις επιχειρήσεις και τα κεφαλαίακα κέρδη. Πίστευαν οτι οι Ευρωπαϊκές χώρες δεν θα πρέπει να ανταγωνίζονται η μία την άλλη σε ενα θέμα τόσο κρίσιμο, όπως ειναι οι φορολογικοί συντελεστές. Αυτός ο ανταγωνισμός θα ήταν απλά μια κούρσα προς τον γκρεμό. Όπως είδαμε και στο πολύ πρόσφατο παρελθόν, πακέτα σωτηρίας χρειάστηκαν και οι Ιρλανδία και Κύπρος, δύο χώρες που για μεγάλο χρονικό διάστημα επωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τη χαμηλή φορολογία σε επιχειρήσεις και κεφάλαιο.
Όπως αποκαλύπτει το άρθρο του BBC (Δεκέμβριος 1998), “Ο Γκόρντον Μπράουν, ο υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου, είναι κατηγορηματικά αντίθετος με τα σχέδια για εναρμόνιση των φορολογικών συντελεστών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).”
Οι Λαφοντέν και Στρος-Καν πήραν πολύ σοβαρά την υπόσχεση για βαθύτερη πολιτική ενοποίηση, η οποία στα μάτια των οπαδών του ευρώ θα ερχόταν νομοτελειακά ως αποτέλεσμα της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης. Η ΟΝΕ δηλαδή, πέρα από τα όποια υποτιθέμενα οικονομικά οφέλη, θα συντελούσε στο να φέρει την Ευρωπαϊκή Ένωση ένα σημαντικό βήμα πιο κοντά στην πλήρη πολιτική ενοποίηση. Παρά το γεγονός ότι η πολιτική ένωση δεν υπήρχε διαγεγραμμενη επίσημα σε καμία συνθήκη, απότελούσε μια απόλυτη αναγκαιότητα προκειμένου το ενιαίο νόμισμα να αντέξει και να έχει ουσία και νόημα για τους λαούς της Ευρώπης.
.
Οι αλλαγές που ζητούσαν τότε οι δυο υπουργοί, τέθηκαν τελικά σε εφαρμογή αργοπορημένα, αφου ξέσπασε η κρίση και μάλιστα εφαρμόστηκαν σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Οι προτάσεις που κανανε οι Λαφοντέν και Στρος-Καν ήταν ήπιες μπροστά σε όσα αναγκάστηκαν να κάνουν τελικά οι αξιωματούχοι της ΕΕ. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αγοράζει πλεον κρατικά ομόλογα χωρών της Ευρωζώνης και διατήρει τα επιτόκια στο ακραίο επίπεδο του 0,25 τοις εκατό. Ο Λαφοντέν τότε είχε προτείνει τα επιτόκια να μειωθούν από το 3,3 στο 3 τοις εκατό. Ο Ευρωπαίος Επίτροπος για τα οικονομικά και ο εκάστοτε πρόεδρος του Eurogroup λειτουργούν απο κοινού σαν να είναι de facto υπουργοί Οικονομικών ολόκληρης της Ευρώπης. Και παράλληλα ετοιμάζεται και μια συνθήκη για την ευρωπαϊκή τραπεζική και δημοσιονομική ένωση.
.
Αναμφίβολα λοιπόν, μία από τις βασικές αιτίες της Ευρωπαϊκής κρίσης είναι η απόκλιση των δημοσιονομικών και οικονομικών πολιτικών που εφαρμόζονται σε κάθε χώρα και, συνεπώς, ο “οικονομικός ανταγωνισμός” μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης.
Πώς ο τρίτος δρόμος του Μπλερ σήμανε το τέλος για την σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη
Αν ρίξουμε μια ματιά στο πολιτικό τοπίο της εποχής, θα διαπιστώσουμε ότι από τη στιγμή που ο Τόνι Μπλερ κέρδισε τις εκλογές στην Αγγλία το 1997, οι Γερμανοί σοσιαλιστές άρχισαν να ψάχνουν για υποψήφιο ηγέτη που θα είχε πολιτικά χαρακτηριστικά όμοια με του Μπλερ. Πίστευαν ότι θα μπορούσαν να κερδίσουν τις εκλογές στη Γερμανία με έναν υποψήφιο που θα είχε το πολιτικό dna του Μπλερ-θα βρίσκεται δηλαδή στα δεξιά του σοσιαλιστικού κόμματος και θα ακολουθεί πολιτικές με δεξιό συντηρητικό πρόσιμο. Ψάχνανε για έναν ηγέτη που θα ήταν πρόθυμος ή θα αδημονούσε να γυρίσει την πλάτη του στις παραδοσιακές σοσιαλιστικές αρχές και ιδέες, όπως για παράδειγμα οι υψηλότεροι φόροι για τους πλούσιους. Αναζητούσαν έναν υποψήφιο καγκελάριο που θα μείωνε τους φόρους για τις επιχειρήσεις και για τους πλούσιους, και θα μείωνε το φόρο κεφαλαιουχικών κερδών. Έναν υποψήφιο που θα δανειζόταν σε μεγάλο βαθμό πολιτικές παρμένες κατευθείαν από τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Έναν υποψήφιο που δεν θα πιέζε για περισσότερους κανόνες στον τρόπο λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών. Πίστευαν δηλαδή ότι αυτό το είδος του υποψήφιου θα ήταν ελκυστικότερο σε ένα μεγαλύτερο κοινό, στο οποιο συμπεριλαμβάνονται και οι συντηρητικοί Χριστιανοδημοκράτες ψηφοφόροι, και αυτό θα τους εξασφάλιζε και τη νίκη στις εκλογές. Κι έτσι στράφηκαν στο πρόσωπο του Gerhard Schroeder για την διεκδίκηση της Καγκελαρίας.
Προδομένος από τον Σρέντερ, ο Λαφοντέν έμεινε αρχηγός του κόμματος των σοσιαλιστών, έγινε υπουργός Οικονομικών και ο Σρέντερ έγινε Καγκελάριος.
Ο Λαφοντέν μπορεί να ήταν αρχηγός του SPD, ήταν όμως ταγμένος στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος των Σοσιαλιστών. Τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης τον αποκαλούσαν «αριστερό κεϋνσιανό». Ο Λαφοντέν επιζητούσε περισσότερους κανόνες και εντονότερες ρυθμίσεις στη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ο Στρος-Καν γνώριζε τον Λαφοντέν πολύ καλά και ήταν πλέον κοινό τοις πάσοι ότι μοιράζονται ένα κοινό όραμα. Και οι δύο ήθελαν να πετύχουν στενότερο και αποτελεσματικότερο συντονισμό στις οικονομικές και νομισματικές πολιτικές τους μέσω της Ευρώπης.
Αφού ήρθε ο Μπλερ στην εξουσία, λιγο μετά κέρδισαν και οι σοσιαλιστές σε Γαλλία και Γερμανία τις εκλογές. Η ευκαιρία έμοιαζε ιδανική για να προωθήσουν οι Λαφοντέν και Στρος-Καν τα κοινά τους σχέδια. Αλλά οι Νέοι Εργατικοί του Τόνι Μπλερ (New Labor) είχαν διαφορετική άποψη. Και τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης έσπευσαν να δαιμονοποιήσουν τον Λαφοντέν, δυσφημίζοντας τις απόψεις που εξέφραζε.
Η βρετανική ταμπλόιντ εφημερίδα The Sun δημοσίευσε εκείνη την εποχή ένα άρθρο που είχε ως τίτλο την ερώτηση: Είναι αυτός ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος στην Ευρώπη; Το άρθρο έκανε σφοδρή κριτική στις απόψεις που εξέφρασε ο Λαφοντέν κατά τη διάρκεια της συζήτησης για το ευρώ (25 Νοεμβρίου 1998). Οι Βρετανοί ήταν έτοιμοι να κάνουν ότι περνούσε από το χέρι τους για να βάλουν φρένο στις ιδέες του Λαφοντέν. Κι έτσι τάχθηκαν αμέσως στο πλευρό του Σρέντερ.
«Η κυβέρνηση εντείνει τις προσπάθειές της για να παρέχει υποστήριξη στον Γερμανό Kαγκελάριο Gerhard Schroeder, έναντι του υπουργού Οικονομικών του Oskar Lafontaine», διαβάζουμε στην πρώτη παράγραφο του άρθρου με τίτλο “Ο Γερμανός που ανησυχεί τους Νέους Εργατικούς», που δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 1998 στο περιοδικό New Statesman.
.
Γιατί ανησυχούσαν τόσο οι Βρετανοί; Το άρθρο εξηγεί περαιτέρω: «Τουλάχιστον εξίσου σημαντική με τις διαφορές σε θέματα οικονομικής πολιτική, όμως, είναι η αντίληψη ότι ο Lafontaine – ένας πολιτικός που μιλά άπταιστα τα γαλλικά και κατάγεται από το δυτικό τμήμα της Γερμανίας που συνορεύει με τη Γαλλία – θα ενισχύσει τον ήδη ισχυρό γαλλογερμανικό άξονα, και θα εμποδίσει έτσι τις προσπάθειες της Βρετανίας να γίνει ένας από τους ηγέτες της Ευρώπης. Αυτός είναι ο “παραδοσιακός” λόγος που έκανε τους Νέους Εργατικούς να μην θέλουν τον Λαφοντέν. Ο Schroeder, αντίθετα, θεωρείται φιλο-βρετανός».
«Είναι επίσης πιθανό ο Lafontaine να θελήσει να ενισχύσει το ρόλο της “Επιτροπής του Ευρώ Χ”- της ομάδας των υπουργών Οικονομικών των ευρωπαϊκών κρατών που ανήκουν στο ενιαίο νόμισμα. Η Βρετανία, παρά τις διαμαρτυρίες, είναι σταθερά αποκλεισμένη από την Επιτροπή του Ευρώ Χ» γράφει ο New Statesman.
Οι Βρετανοί είχαν σαφώς πολλά να χάσουν αν τα σχέδια του Λαφοντέν αποκτούσαν έρεισμα και κατάφερναν να κυριαρχήσουν στην πολιτική συζήτηση για το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης. Και αυτός που μπορούσε να βοηθήσει στην προώθηση των θέσεων του Λαφοντέν ήταν ο Στρος-Καν. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν αρχίσει ήδη να στηλιτεύουν την κοινή δράση των δυο ανδρων. Η “Επιτροπή του Ευρώ Χ” ήταν ο προάγγελος του γνωστού μας πλέον Eurogroup.
Το άρθρο του New Statesman συνεχίζει: «Η γαλλο-γερμανική επιθυμία να ενισχυθεί η “Επιτροπή του Ευρώ” δεν είναι κάτι το μυστικό, έλαβε όμως μια σημαντική ώθηση νωρίτερα αυτή την εβδομάδα από μια ομιλία που έκανε ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Dominique Strauss-Kahn στο Λονδίνο. Ο Strauss-Kahn, μιλώντας με αφορμή την 15η επέτειο του CEPR, σημείωσε ότι ο ίδιος και ο Lafontaine έχουν συντάξει και διαμηνύσει μία κοινή εισήγηση για τη μεταρρύθμιση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σύμφωνα με την οποία η ομάδα του Ευρώ Χ θα μπορεί να εκλέγει πρόεδρο και αντιπρόεδρο – ένας εκ των οποίων θα είναι πάντα από τη Γαλλία, τη Γερμανία ή την Ιταλία. Η πρόταση αυτή φωτογραφίζει τον ερχομό ενός ισχυρού υπουργού Ευρωπαϊκών Οικονομικών, ο οποιος θα συνδιαλέγεται με την κεντρική τράπεζα. Ο Strauss-Kahn πιστεύει ότι η ομάδα του Ευρώ Χ και οι διοικητές των τραπεζών θα πρέπει να είναι σε συνεχή επαφή, όπως κάνουν κάθε βδομάδα ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Robert Rubin και ο πρόεδρος της Federal Reserve Board Alan Greenspan. Η Βρετανία, ωστόσο, δε θα μετέχει σε αυτή την ομάδα για μερικά χρόνια – ίσως και μέχρι το 2005, σύμφωνα με υπολογισμούς. Οι συνέπειες για τη Βρετανία και για την στερλίνα θα ήταν αρκετά σοβαρές – ειδικά αν η ομάδα Ευρώ Χ καταφέρνει να φτάνει σε συμφωνία και να λαμβάνει αποφάσεις σε τακτική βάση. Όλα αυτά δημιουργούν άγχος στη Βρετανική κυβέρνηση», συμπληρώνει ο New Statesman.
Οι Λαφοντέν και Στρος-Καν υποστήριζαν ότι πρέπει να υπάρχει εναρμόνιση των φορολογικών συντελεστών. Όπως αποκαλύπτει το άρθρο του BBC (Δεκέμβριος 1998), «Μία έντονη διαμάχη έχει ξεσπάσει ανάμεσα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία και τη Γαλλία για το θέμα της φορολογίας σε όλη την Ευρώπη, ένα θέμα που προκαλεί σάλο σε όλη τη Βρετανία. Ο υπουργός Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου Γκόρντον Μπράουν είναι κατηγορηματικά αντίθετος με τα σχέδια για εναρμόνιση των φορολογικών συντελεστών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ)». Και «ο πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ φαίνεται επίσης έτοιμος να αντιταχθεί στα σχέδια αυτά στη διάρκεια της αγγλο-γαλλική σύνοδου κορυφής για το μέλλον της Ευρώπης που θα γίνει στο St Malo την Πέμπτη. Παρά το γεγονός ότι η φορολογική εναρμόνιση δεν είναι επίσημα στην ημερήσια διάταξη, ο κ Μπλερ αναμένεται να πει στη γαλλική κυβέρνηση ότι η Βρετανία θα ασκήσει βέτο στις εισηγήσεις για μια πανευρωπαϊκή φορολογική δομή», κλείνει το BBC.
Το ευρώ έρχεται
Είναι σαφές πλέον ότι οι Λαφοντέν και Στρος-Καν ήθελαν περισσότερο συντονισμό, ενώ η βρετανική πλευρά ήθελε λιγότερο. Αν τολμούσαμε να δούμε κατάματα τα αίτια της τρέχουσας κρίσης, θα βλέπαμε ότι βασική αιτία ήταν η έλλειψη συντονισμού της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται παντού στην Ευρώπη. Όχι μόνο δεν υπήρχε αρκετός συντονισμός, αλλά το αντίθετο συνέβη, οι χώρες αναπτύσσονταν σε διαφορετική κατεύθυνση και με διαφορετικούς τρόπους η μία από την άλλη. Στη Γερμανία οι μισθοί ήταν παγωμένοι και τα επιδόματα είχαν κοπεί ήδη από το 2003, την ώρα που στη Γαλλία και σε άλλες χώρες εφάρμοζαν το ωράριο των 35 ωρών εργασίας.
Οι Λαφοντέν και Στρος-Καν έβλεπαν ότι για να έχουμε ένα κοινό νόμισμα, πρέπει να υπάρξει περισσότερος συντονισμός, μεγαλύτερη εναρμόνιση ανάμεσα στις χώρες. Χωρίς εναρμόνιση, η κάθε χώρα τραβούσε το δικό της δρόμο, ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες χώρες-εταίρους. Είναι πλέον φανερό ότι το ευρώ είναι δύσκολο να λειτουργήσει σε όλες τις χώρες ως κοινό νόμισμα. Για ορισμένες από αυτές είναι πολύ σκληρό σαν νόμισμα – για άλλες πάλι είναι πολύ αδύναμο. Ο Λαφοντέν έκανε κριτική στο γεγονός ¨οτι οι χώρες-μέλη της ΕΕ ανταγωνίζονταν η μία την άλλη για το ποιος θα έχει τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, και το ποιος προσελκύει περισσότερες επιχειρήσεις. Έτσι δημιουργούνται οι φορολογικοί παράδεισοι. Αυτό λέγεται και αθέμιτος ανταγωνισμός.
Μια γαλλο-γερμανική συμμαχία που δεν ήταν γραφτό να ευοδοθεί …
Οι Λαφοντέν και Στρος-Καν τα βρήκαν σκούρα προσπαθώντας να πείσουν τον κόσμο για τις θέσεις και τις προβλέψεις τους. Έτσι είχαν τα πράγματα τότε. Και να σκεφτεί κανείς ότι οι θέσεις τους αυτές δεν ήταν πια και τόσο αριστερές στη σύλληψη τους. Όμως, έστω κι έτσι, έγιναν στόχος για σφορδή και ανελέητη κριτική από τα μέσα ενημέρωσης, ειδικά από τα βρετανικά ταμπλόιντ. Το παρακάτω είναι ένα ακόμη δείγμα της κυρίαρχης αντίληψης με την οποία κάλυπταν τα μέσα ενημέρωσης της εποχής το θέμα. Το απόσπασμα είναι και πάλι από το New Statesman (Νοέμβριος 1998): “Ο Lafontaine συμμερίζεται τη γαλλική άποψη ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρέπει να παίζει ισχυρό πολιτικό ρόλο για να αντισταθμίσει την αυστηρή της εντολή που εξασφαλίζει χαμηλό πληθωρισμό και σταθερές τιμές.”
Ο ιερός κανόνας που κυριαρχούσε τότε ήταν ότι οι κυβερνήσεις δεν θα έπρεπε να παρεμβαίνουν καθόλου στη νομισματική πολιτική. Οι εθνικές τράπεζες θα πρέπει να ασχολούνται μόνο με τη διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα. Το χρέος των κυβερνήσεων δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να χρηματοδοτείται άμεσα από την ΕΚΤ.
Αυτές οι ιδέες βέβαια είναι εξαιρετικά αντιδημοκρατικές και δεν είναι πάντα προς το συμφέρον της κάθε χώρας.
Ο Λαφοντέν δεν ήθελε να επιβάλει θέσεις, απόψεις και πολιτικές στην Bundesbank, ήθελε να συντονίζουν οι τράπεζες την πολιτική τους με την οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων. Η Bundesbank χρησίμευσε ως πρότυπο για τη δημιουργία της ΕΚΤ. Μόνο μετά την κρίση, αναγκάστηκε η ΕΚΤ να αλλάξει στάση. Τώρα η ΕΚΤ χρηματοδοτεί απευθείας το χρέος των κρατών, διατηρώντας τα επιτόκια σε απολύτως χαμηλά επίπεδα (0,25%) και τυπώνοντας χρήμα για τις χώρες της νότιας Ευρώπης.
Θα μπορούσε η κρίση να έχει αποφευχθεί, αν αφήναμε έγκαιρα στην άκρη κάποια από αυτά τα δόγματα που τότε κυριαρχούσαν και τώρα καταπατώνται;
.
Για παράδειγμα, οι δύο άνδρες είχαν προτείνει τότε οι εθνικές τράπεζες να μειώσουν τα επιτόκια τους για να βοηθήσουν περισσότερο τις επενδύσεις. Ωστόσο, οι εν λόγω τράπεζες υποτίθεται ότι έπρεπε να είναι ανεξάρτητες και να μην επηρεάζονται από τους πολιτικούς. Ο Λαφοντέν δεν επιτρεπόταν να λέει στην Bundesbank τι να κάνει. Αλλά κι αυτό όμως δε γίνεται, δεν μπορεί οι τράπεζες να αφήνονται να δρουν ανεξάρτητα και ανεξέλεγκτα. Πρέπει να υπάρχει συντονισμός, οι πολιτικοί πρέπει να παίξουν κι αυτοί το ρόλο τους. Δεν θα έπρεπε η οικονομική και η νομισματική πολιτική να βαδίζουν χέρι-χέρι; Σε αυτό ακριβώς το σημείο φαίνεται καθαρά η ευθύνη που έχουν οι τράπεζες για την κρίση.
Το τέλος του ντουέτου
Τι ελπίδες είχε ο Λαφοντέν να περάσει τις θέσεις του στην Ευρώπη, όταν ούτε καν στο ίδιο του το κόμμα δεν έτυχε την στήριξη που θα ηθέλε και χρειαζόταν. Η νεοφιλελεύθερη ατζέντα ήταν η επικρατούσα τάση και οτιδήποτε άλλο θεωρήθηκε ακραίο και πολύ… αριστερό.
Γιατί άραγε ήταν οι δύο υπουργοί τόσο επικίνδυνοι;
Ο Λαφοντέν, μόλις ένα χρόνο μετά την υπουργοποίηση του, παραιτήθηκε από υπουργός Οικονομικών και απο την προεδρία του κόμματος. Είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν αβάσιμες φήμες για εμπλοκή του σε σεξουαλικού περιεχομένου σκάνδαλα.
Το 1999 ο Στρος-Καν κατηγορήθηκε για διαφθορά λόγω της εμπλοκής του στα οικονομικά σκάνδαλα της Elf Aquitaine και του MNEF. Αθωώθηκε το Νοέμβριο του 2001, και επανεξελέγη στις επαναληπτικές εκλογές στη Val-d’Oise. Το 2002, οι Γάλλοι σοσιαλιστές έχασαν στις εκλογές από τους συντηρητικούς. Το καλοκαίρι του 2005, ανακοίνωσε ότι θα είναι υποψήφιος στις προκριματικές εκλογές του Σοσιαλιστικού Κόμματος για το χρήσμα. Είχε βάλει στόχο τις προεδρικές εκλογές. Παράλληλα, ίδρυσε το think-tank “À gauche en Europe” (Προς τα αριστερά στην Ευρώπη)
Στη συνέχεια το 2005 ο Στρος-Καν υποστήριξε την καμπάνια για το «Ναι» στο γαλλικό δημοψήφισμα για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα. Όταν πάνω από 54% των Γάλλων πολιτών είπε «Όχι», η θέση του Στρος-Καν μέσα στο κόμμα δέχθηκε ένα ακόμη ισχυρό πλήγμα. Ο Στρος-Καν διεκδίκησε το χρήσμα των Σοσιαλιστών για τις προεδρικές εκλογές του 2007, όπου τερμάτισε δεύτερος, πίσω από την Ségolène Royal. Ωστόσο, πολλοί ανέμεναν ότι θα διεκδικήσει την Γαλλική Προεδρία το 2012 και είχε θεωρηθεί τότε ένα πρώιμο φαβορί.
Στις 28 Σεπτεμβρίου του 2007 έγινε ο νέος διευθυντής του ΔΝΤ και δεσμεύθηκε να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται έτσι ώστε το ΔΝΤ να εξασφαλίζει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, εξυπηρετώντας παράλληλα τη διεθνή κοινότητα, και προωθώντας την ανάπτυξη και την απασχόληση. Υπό την εποπτεία του Στρος-Καν, οι επιδιώξεις του ΔΝΤ για την πολυπόθητη χρηματοπιστωτική σταθερότητα συμπεριελάμβαναν και συγκεκριμένες εισηγήσεις για μια πιθανή αντικατάσταση του δολαρίου ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
.
Ο ίδιος ο Στρος-Καν, σε μια συνέντευξη για ένα ντοκιμαντέρ για την οικονομική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 2000 (Inside Job, 2010), έκανε παρατηρήσεις και σχόλια, που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως κριτική σε παγκόσμιους οικονομικούς παράγοντες. Είπε ότι είχε παρευρεθεί σε δείπνο που διοργάνωσε ο πρώην υπουργός Οικονομικών Χένρι Πόλσον, και στο οποίο ορισμένοι διευθυντές των μεγαλύτερων τραπεζών των ΗΠΑ και λοιποί τραπεζίτες παραδέχθηκαν ότι είναι «πάρα πολύ άπληστοι» και ότι είναι οι κύριοι υπεύθυνοι για την κρίση. Κατά τον Στρος-Καν, οι τραπεζίτες συνέχισαν λέγοντας ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να τους θέσει περισσότερους κανόνες, γιατί είναι πολύ άπληστοι, και δεν μπορούν να σταματήσουν από μόνοι τους να είναι άπληστοι. Ο Στρος-Καν είπε επίσης ότι προειδοποίησε αξιωματούχους πολλών υπηρεσιών της κυβέρνησης των ΗΠΑ για το ενδεχόμενο μιας επικείμενης κρίσης.
Ο Στρος-Καν παραιτήθηκε από το ΔΝΤ στις 18 Μαΐου του 2011. Είχε προηγηθεί η σύλληψή του από την αστυνομία της Νέας Υόρκης στις 15 Μαΐου, μετά από καταγγελίες για σεξουαλική επίθεση και απόπειρας βιασμού.
Οι δύο τσάροι των οικονομικών Γαλλίας και Γερμανίας έπαιξαν πόκερ με το κεφάλι τους, κόντρα στο νεοφιλελευθερο zeitgeist, κι έχασαν. Ο Στρος-Καν δέχθηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα και το πολιτικό του μέλλον στιγματίστηκε μάλλον οριστικά. Ο Λαφοντέν δημιούργησε το αριστερό κόμμα Die Linke.